- Ακκάδ
- Βλ. λ. Ακάδ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πέλεκυς — Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Πολιτική εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1850 στην Κεφαλονιά. 2. Πολιτική εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1876 στη Σάμο. 3. Πολιτική εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1881 στην Κεφαλονιά. 4. Πολιτική εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1883… … Dictionary of Greek
κακκάβη — (I) κακκάβη, ἡ (Α) κακκάβι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (πιθ. ακκαδ. kukkubu), την οποία από την ελλ. δανείστηκε με τη σειρά της η λατ. (πρβλ. λατ. cacabus «χύτρα»). ΠΑΡ. αρχ. κακκάδιον. ΣΥΝΘ. μσν.… … Dictionary of Greek
Ουρούκ — Αρχαία σουμεριακή πόλη (γνωστή στη Βίβλο με την ονομασία Ερέχ), στη θέση της σημερινής Βάρκα, στη νότια Μεσοποταμία. Ο τέλ (λόφος) της Βάρκα εξερευνήθηκε για πρώτη φορά το 1849 από τον Άγγλο γεωλόγο Ουίλιαμ Κ. Λόφτους, αλλά η πραγματική… … Dictionary of Greek
Σαργών — Όνομα τριών αρχαίων βασιλιάδων της Μέσης Ανατολής. Ο πρώτος, που λέγεται Σ. ο Μέγας, υπήρξε βασιλιάς της Ακκάδ τον 24o αι. π.Χ. και ιδρυτής του πρώτου μεγάλου σημιτικού βασιλείου της Μεσοποταμίας. Η μορφή του περιβάλλεται κατά μεγάλο μέρος από το … Dictionary of Greek
Ακκάδιος — ο κάτοικος τού Ακκάδ … Dictionary of Greek
Σουμέριοι — Όρος προερχόμενος από το όνομα «Σούμερ» που οι Βαβυλώνιοι έδιναν στην Κάτω Μεσοποταμία, με τον οποίο δηλώνεται ο λαός που κατοίκησε εκεί μεταξύ 4ης και 2ης π.Χ. χιλιετίας. Οι ίδιοι οι Σ. ονόμαζαν τους εαυτούς τους «μαυροκέφαλους» και τη χώρα τους … Dictionary of Greek
Χούρριοι — και Χουρρίτες, οι, Ν αρχαίος λαός που άκμασε στον χώρο τής Εγγύς Ανατολής και, ειδικότερα, στη βόρεια Μεσοποταμία, στη Συρία και στην ανατολική Μικρά Ασία κατά τη 2η π.Χ. χιλιετία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. hurrian /… … Dictionary of Greek
αχάνη — ἀχάνη, η (Α) 1. περσικό και βοιωτικό μέτρο ισοδύναμο με 45 μεδίμνους 2. κιβώτιο, κουτί. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. δάνεια λ. < (ακκαδ.) hanū < (αιγυπτ.) hn «κιβώτιο, μπαούλο»] … Dictionary of Greek
βίβλος — I Η Αγία Γραφή (βλ. λ.). II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 740 κάτ.) της Νάξου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νάξου του νομού Κυκλάδων. * * * η (AM βίβλος, Α και βύβλος) Βίβλος, η τα βιβλία της Αγίας Γραφής … Dictionary of Greek
γαυνάκης — γαυνάκης, ο (Α) ο καυνάκης, ένδυμα από χοντρό ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λέξη, πιθανώς από το περσικό *gαunαkα «τριχωτός» (πρβλ. αβεστ. gαοnα «μαλλιά, χρώμα μαλλιών», ακκαδ. gunαkku «είδος πανωφοριού»)] … Dictionary of Greek